επισκεπης

επισκεπης
    ἐπισκεπής
    ἐπι-σκεπής
    2
    укрытый, защищенный
    

ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. — в укрытом месте


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επισκεπης" в других словарях:

  • επισκεπής — ἐπισκεπής, ές (Α) σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισκεπῆ — ἐπισκεπής covered over neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπισκεπής covered over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπισκεπής covered over masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπέσι — ἐπισκεπής covered over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπεῖ — ἐπισκέπτομαι pass in review aor subj mp 3rd sg (epic) ἐπισκεπής covered over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισκεπής covered over masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπεῖς — ἐπισκέπτομαι pass in review aor subj mp 2nd sg (epic) ἐπισκεπής covered over masc/fem acc pl ἐπισκεπής covered over masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμνοσκεπής — ες ο καλυμμένος από θάμνους, θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + σκεπής (< σκέπας, σκέπος), πρβλ. ασκεπής, επισκεπής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»